- φρεναριστός
- -ή, -ό, Ναυτός που βρίσκεται σε κατάσταση πέδησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενάρω + κατάλ. -ιστός (< ρ. σε -ίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρεναριστός — ή, ό αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση φρεναρίσματος (βλ. λ.), αυτός που είναι στη διάρκεια φρεναρίσματος: Το αυτοκίνητο στον κατήφορο ερχόταν φρεναριστό και τον χτύπησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)